άμελξη

άμελξη
η (Α ἄμελξις) [ἀμέλγω]
τεχνητή αφαίρεση τού γάλακτος από τους μαστούς, άρμεγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμελκτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην άμελξη, που υποβοηθεί το άρμεγμα «αμελκτική μηχανή». [ΕΤΥΜΟΛ. < αμέλγω + παραγ. κατάλ. τικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”